- σῑτοποιϊκός
- σῑτο-ποιϊκός, ή, όν, zur Zubereitung des Getreides, Mehls, Brotes, der Speisen gehörig; ὄργανον, von der Handmühle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτοποιικός — σῑτοποιικός , σιτοποιικός for bread making masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιΐκός — ή, όν, Α [σιτοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιικῶν — σῑτοποιικῶν , σιτοποιικός for bread making fem gen pl σῑτοποιικῶν , σιτοποιικός for bread making masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιητικός — ή, όν, Α [σιτοποιῶ] ο σιτοποιϊκός* … Dictionary of Greek
σιτοποιικαῖς — σῑτοποιικαῖς , σιτοποιικός for bread making fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιικοῖς — σῑτοποιικοῖς , σιτοποιικός for bread making masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)